- μεταθέοντας
- μεταθέωrun afterpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)μεταθέωrun afterpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταθέω — (Α) 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ 2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.) 3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω 4. τρέχω εδώ και εκεί 5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από… … Dictionary of Greek